- ἐπιτελέσω
- ἐπιτελέωcompleteaor subj act 1st sgἐπιτελέωcompletefut ind act 1st sgἐπιτελέωcompleteaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιφωνολογία — και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α εκρίζωση, αφαίρεση από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ ἔτος γεωργικὰ ἔργα πάντα, χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ τἆλλα», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφώνιον + λογία*] … Dictionary of Greek